-
1 πίστωση
[пистоси] ουσ. Θ. кредитΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πίστωση
-
2 кредит
кредит 1-а α.η δεξιά σελίδα λογιστικού βιβλίου, πίστωση•дебет и кредит το δούναι και λαβείν.
кредит 2-а α.1. πίστωση, κρέντιτο•долгосрочный кредит μακροπρόθεσμη πίστωση•
краткосрочный кредит βραχυπρόθεσμη πίστωση•
открывать кредит ανοίγω πίστωση•
предоставить кредит παρέχω πίστωση•
отпустить товар в кредит βίνω εμπόρευμα με πίστωση.
2. εμπιστοσύνη, πίστη• κύρος.3. βλ. кредитоспособность.εκφρ.в кредит – με πίστωση•государственный- – δημόσιο χρέος. -
3 кредит
-
4 кредит
кредитм ἡ πίστωση [-ις), ἡ πίστις, τό κρέντιτο:долгосрочный \кредит ἡ μακροπρόθεσμη πίστωση· краткосрочный \кредит ἡ βραχυπρόθεσμη πίστωση· брать в \кредит παίρνω ἐπί πιστώσει· открывать (предоставлять) \кредит ἀνοίγω πίστωση. -
5 кредитовать
-тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кредитованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ. κ. σ.μ.1. πιστώνω, δίνω με πίστωση (χρήματα ή εμπορεύματα)2. χορηγώ πιστώσεις.παίρνω με πίστωση• έχω πίστωση. -
6 кредитование
(отпускаемая денежная сумма) η χρηματοδότηση πίστωσης, η χορήγηση πιστώσεων-ть χορηγώ πίστωση, πιστώνωδίνω με πίστωση, δίνω επί πιστώσειРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кредитование
-
7 продажа
продажа ж η πώληση, η πούληση' \продажа в кредит η πώληση με πίστωση* * *жη πώληση, η πούλησηпрода́жа в креди́т — η πώληση με πίστωση
-
8 аккредитование
η πίστωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аккредитование
-
9 валюта
эк. (денежная единица) το νόμισμα(иностранные деньги) το συνάλλαγμαиностранная - ξένο -, το συνάλλαγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > валюта
-
10 дебет
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дебет
-
11 заявка
η αίτηση, το αίτημα, η απαίτηση, η παράκλησηвозобновлять - ку ανανεώνω την προσφορά, дата подачи - ки η ημερομηνία εγγραφήςдата представления - ки на участие в торгах η ημερομηνία καταχώρισης της προσφοράς για συμμετοχή στο διαγωνισμόделать - ку δίνω/κάνω την προσφοράподатель - ки ο προσκομίζων/αιτών της προ-σφοράς/αίτησηςсрок подачи - ки η διορία/προθεσμία της προσφοράς- на визу - για άδεια εισόδου/βίζα (ξεν.)- на участие в торгах - για συμμετοχή στο διαγωνισμό (γιαπρομήθεια εμπορευμάτων ή εκτέλεσηέργων)письменная - γραπτή -, предварительная - προκαταρκτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявка
-
12 кредит
фин. η πίστωσηвексельный - χορηγούμενη βάσει τίτλου αντιπροσωπεύοντος περιουσιακό στοιχείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кредит
-
13 продажа
η πώλησ/η, το πούλημα· *вы-пускать в - у βγάζω για -переговоры ο - е συνομιλίες/διαπραγ-ματεύσης για -- на условиях СИФ - με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продажа
-
14 процент
1. (сотая доля числа, принимаемого за целое) το ποσοστό επί τοις εκατόν, το εκατοστό 2. (доход, получаемый на каждые сто единиц капитала) о τόκ/ος 3. (плата, получаемая кредитором от должника за отданные в ссуду деньги) о τόκ/οςзанимать под - ы δανείζομαι εντόκως/με - ους- по овердрафту - της επιταγής πληρωμένης από την τράπεζα (όταν το ποσό της είναι μεγαλύτερο από το υπόλοιπο των καταθέσεων)4. (процентная ставка) το επιτόκι/ο5. (вознаграждение, исчисляемое в зависимости от оборота, дохода) το ποσοστόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > процент
-
15 ассигнование
ассигн||ованиес ἡ ἐπιχορήγηση [-ις], τό κονδύλι[ον], ἡ πίστωση [-ις], ἡ χρηματόδοση [-ις]. -
16 открывать
открыватьнесов1. ἀνοίγω/ ξεσκεπάζω (что-л. покрытое):\открывать дверь ἀνοίγω τήν πόρτα· \открывать грудь ξεστηθώνομαν \открывать зонт ἀνοίγω τήν όμπρέλλα·2. (учреждение и т. п.) ἀνοίγω, εγκαινιάζω / αποκαλύπτω (памятник и т. п.)·3. (разоблачать) αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω:\открывать правду φανερώνω τήν αλήθεια· \открывать тайну αποκαλύπτω τό μυστικό·4. (о научных открытиях) ανακαλύπτω/ εφευρίσκω (изобретать)·5. (начинать что-л.) ἀνοίγω, ἀρχίζω:\открывать военные действия ἀρχίζω τίς εχθροπραξίες, ἀρχίζω τίς πολεμικές επιχειρήσεις· \открывать огонь ἀνοίγω πυρά· \открывать собрание ἀνοίγω τήν συνεδρίαση· \открывать счёт а) (в сберкассе и т. η.) ἀνοίγω λογαριασμό, б) спорт. ἀνοίγω τό σκορ· \открыватькредит ἀνοίγω πίστωση· ◊ \открывать кому-л. глаза на что-л. ἀνοίγω κάποιου τά μάτια· \открывать сердце кому́-л. ἀνοίγω κάποιου τήν καρδιά μου· \открывать карты ἀνοίγω τά χαρτιά μου. -
17 кредит
[κριντίτ] ουσ. α πίστωση -
18 кредит
[κριντίτ] ουσ α πίστωση -
19 аккредитование
-я ουδ.πίστωση. -
20 забирать
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πίστωση — η / πίστωσις ΝΜΑ [πιστώ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού πιστώνω, η συναλλαγή μεταξύ δύο μερών στην οποία το ένα μέρος, ο πιστωτής ή δανειστής, προσφέρει χρήμα, αγαθά, υπηρεσίες ή χρεώγραφα, με αντάλλαγμα μια μελλοντική υπόσχεση πληρωμής από το άλλο… … Dictionary of Greek
πίστωση — η 1. παροχή χρημάτων, δανείου. 2. παροχή εμπορεύματος το οποίο θα πληρωθεί αργότερα. 3. εγγραφή χρέους. 4. εγγραφή ποσού σε κρατικό προϋπολογισμό, διαθέσιμο ποσό: Δεν υπάρχουν πιστώσεις για διορισμούς καθηγητών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιστώσῃ — πιστώσηι , πίστωσις assurance fem dat sg (epic) πιστόω make trustworthy aor subj mid 2nd sg πιστόω make trustworthy aor subj act 3rd sg πιστόω make trustworthy fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
βερεσές — ο Ι. 1. αγορά με πίστωση, πίστωση 2. πληθ. οι βερεσέδες ή τα βερεσέδια χρέη που οφείλονται σε έμπορο από αγορά με πίστωση II. επίρρ. βερεσέ χωρίς πληρωμή, με πίστωση (φρ. «πήρα βερεσέ το λάδι») III. μτφ. «τ ακούω βερεσέ» δεν τα λαμβάνω σοβαρά υπ… … Dictionary of Greek
προεξόφληση — Στις εμπορικές συναλλαγές σημαίνει την έκπτωση ή ελάττωση επί της τιμής που παραχωρείται στον χρεώστη όταν εξοφλεί πριν από τη λήξη ή του χρόνου που καθορίζεται από τις εμπορικές συνθήκες, την οφειλή του και, γενικότερα, κάθε μείωση της τιμής… … Dictionary of Greek
επένδυση — Διαδικασία, κατά την οποία μέρος του εισοδήματος χρησιμοποιείται για την παραγωγική δραστηριότητα. Η ε. διαφέρει από την αποταμίευση γιατί ενώ αυτή βασίζεται στην απλή αποχή από την κατανάλωση ενός καθορισμένου αγαθού, η ε. συνεπάγεται και την… … Dictionary of Greek
κρέντιτο — το πίστωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. credito < λατ. creditum «πίστωση» < λατ. credo «πιστεύω, εμπιστεύομαι»] … Dictionary of Greek
νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… … Dictionary of Greek
πιστοδότης — ο, θηλ. πιοτοδότρια, Ν 1. άτομο που παρέχει πίστωση 2. (με ειδική σημ.) (οικον.) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει πίστωση με την πεποίθηση ὁτι ο πιστολήπτης θα έχει τη βούληση και τη δυνατότητα να τήν επιστρέψει κατά τους συμφωνημένους ή… … Dictionary of Greek
πιστώνω — πιστῶ, όω, ΝΑ [πιστός] νεοελλ. 1. δίνω σε κάποιον χρήματα ή τού προμηθεύω εμπορεύματα επί πιστώσει, ανοίγω πίστωση σε κάποιον 2. καταχωρίζω στα λογιστικά βιβλία τής επιχείρησης και σε όφελος τού προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό ποσό… … Dictionary of Greek